Dictionary of Greek. 2013.
ανασταλαγιά — η λεπτή και επίμονη βροχή, ψιλόβροχο που δεν σταματά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανασταλάζω πρβλ. κατσουφιάζω κατσουφιά] … Dictionary of Greek